διθυραμβοποιούς

διθυραμβοποιούς
διθυραμβοποιός
dithyrambic poet
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασματοκάμπτης — ἀσματοκάμπτης, ο (Α) αυτός που στρίβει με περίεργο τρόπο τα άσματα (ειρωνική λέξη του Αριστοφάνη για τους διθυραμβοποιούς της εποχής του). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσμα + καμπτης < κάμπτω] …   Dictionary of Greek

  • ενδιαεριαυερινήχετος — ἐνδιαεριαυερινήχετος, ον (Α) σκωπτική λέξη με την οποία ο Αριστοφάνης (Ειρ. 831) διακωμωδεί τους διθυραμβοποιούς …   Dictionary of Greek

  • Πολύιδος — Ένας από τους κυριότερους διθυραμβοποιούς του 4ου αι. π.Χ., που καταγόταν από τη Σηλυβρία της Σπάρτης. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, ο Π. είχε γνώσεις ζωγραφικής και μουσικής. Ο Αριστοτέλης, για να δηλώσει την πολλαπλή απασχόλησή του, τον ονομάζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”